παιζογελώ

παιζογελώ
παιζογέλασα, παίζω και γελώ μαζί, είμαι χαρούμενος: Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει (δημ. τραγ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παιζογελώ — άω 1. παίζω και γελώ, είμαι εύθυμος 2. εμπαίζω, κοροϊδεύω …   Dictionary of Greek

  • γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… …   Dictionary of Greek

  • παιζογλεντώ — άω παιζογελώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”